προσεπιγίγνομαι
to be added, supervene
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προσεπιγίγνομαι)
LSJ
(προσεπιγίγνομαι)
Short Defs
(προσεπιγίγνομαι)
Morphological Data
προσεπιγίγνομαι
VERB