προσδιαμαρτυρέω

to testify in addition

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προσδιαμαρτυρέω)
LSJ (προσδιαμαρτυρέω)
Short Defs (προσδιαμαρτυρέω)
Middle Liddell (προσδιαμαρτυρέω)

Morphological Data

προσδιαμαρτυρέω VERB