προσανατίθημι
offer besides; take on an additional burden; take counsel
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προσανατίθημι)
LSJ
(προσανατίθημι)
Short Defs
(προσανατίθημι)
Middle Liddell
(προσανατίθημι)
Morphological Data
προσανατίθημι
VERB