προπροκυλίνδομαι

to keep rolling before

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προπροκυλίνδομαι)
LSJ (προπροκυλίνδομαι)
Short Defs (προπροκυλίνδομαι)
Middle Liddell (προπροκυλίνδομαι)

Morphological Data

προπροκυλίνδομαι VERB