προπηλακίζω

to bespatter with mud

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προπηλακίζω)
LSJ (προπηλακίζω)
Short Defs (προπηλακίζω)
Lexicon Thucydideum (προπηλακίζω)
Middle Liddell (προπηλακίζω)

Morphological Data

προπηλακίζω VERB
προπηλακίζω ADJ
προπηλακίζω ADV
προπηλακίζω NOUN