προπαρασκευάζω

to prepare beforehand

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προπαρασκευάζω)
LSJ (προπαρασκευάζω)
Short Defs (προπαρασκευάζω)
Lexicon Thucydideum (προπαρασκευάζω)
Middle Liddell (προπαρασκευάζω)

Morphological Data

προπαρασκευάζω VERB