προμηθέομαι
to take care beforehand, to provide for
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προμηθέομαι)
LSJ
(προμηθέομαι)
Short Defs
(προμηθέομαι)
Middle Liddell
(προμηθέομαι)
Morphological Data
προμηθέομαι
VERB