προλαμβάνω
to take or seize beforehand, prefer, anticipate
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προλαμβάνω)
LSJ
(προλαμβάνω)
Short Defs
(προλαμβάνω)
Lexicon Thucydideum
(προλαμβάνω)
Morphological Data
προλαμβάνω
VERB