προκατηγορέω
to bring accusations beforehand
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προκατηγορέω)
LSJ
(προκατηγορέω)
Short Defs
(προκατηγορέω)
Middle Liddell
(προκατηγορέω)
Morphological Data
προκατηγορέω
VERB