προκαταπίπτω

to fall down before

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προκαταπίπτω)
LSJ (προκαταπίπτω)
Short Defs (προκαταπίπτω)
Middle Liddell (προκαταπίπτω)

Morphological Data

προκαταπίπτω VERB