προκαταγιγνώσκω

to vote against beforehand, condemn by a prejudgment

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προκαταγιγνώσκω)
LSJ (προκαταγιγνώσκω)
Short Defs (προκαταγιγνώσκω)
Lexicon Thucydideum (προκαταγιγνώσκω)

Morphological Data

προκαταγιγνώσκω VERB
προκαταγιγνώσκω ADJ