προεκπλήσσω

to astound before

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προεκπλήσσω)
LSJ (προεκπλήσσω)
Short Defs (προεκπλήσσω)
Middle Liddell (προεκπλήσσω)

Morphological Data

προεκπλήσσω VERB