προδιαφθείρω
to ruin beforehand
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(προδιαφθείρω)
LSJ
(προδιαφθείρω)
Short Defs
(προδιαφθείρω)
Lexicon Thucydideum
(προδιαφθείρω)
Morphological Data
προδιαφθείρω
VERB