προαποτρέπομαι

to turn aside before, leave off

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προαποτρέπομαι)
LSJ (προαποτρέπομαι)
Short Defs (προαποτρέπομαι)
Middle Liddell (προαποτρέπομαι)

Morphological Data

προαποτρέπομαι VERB