προαλίσκομαι

to be convicted beforehand

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (προαλίσκομαι)
LSJ (προαλίσκομαι)
Short Defs (προαλίσκομαι)
Middle Liddell (προαλίσκομαι)

Morphological Data

προαλίσκομαι VERB