πραγματεύομαι
to busy oneself, take trouble
Dictionaries
LSJ
(πραγματεύομαι)
Short Defs
(πραγματεύομαι)
Middle Liddell
(πραγματεύομαι)
Morphological Data
πραγματεύομαι
VERB
πραγματεύομαι
ADV
πραγματεύομαι
ADJ
πραγματεύομαι
INTJ
πραγματεύομαι
NOUN
πραγματεύομαι
PRONOUN
πραγματεύομαι
PUNC