πορνοβοσκέω

to keep a brothel

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πορνοβοσκέω)
LSJ (πορνοβοσκέω)
Short Defs (πορνοβοσκέω)
Middle Liddell (πορνοβοσκέω)

Morphological Data

πορνοβοσκέω VERB