πονηρεύομαι

to be evil, act wickedly, play the rogue

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πονηρεύομαι)
LSJ (πονηρεύομαι)
Short Defs (πονηρεύομαι)
Middle Liddell (πονηρεύομαι)

Morphological Data

πονηρεύομαι VERB