πολύβροχος

freshly infused several times
with many nooses

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πολύβροχος)
LSJ (πολύβροχος)
LSJ (πολύβροχος)
Short Defs (πολύβροχος)
Short Defs (πολύβροχος2)
Middle Liddell (πολύβροχος)

Morphological Data

πολύβροχος ADJ