πολυπραγμοσύνη
the character and conduct of the πολυπράγμων, curiosity, officiousness, meddlesomeness
Dictionaries
LSJ
(πολυπραγμοσύνη)
Short Defs
(πολυπραγμοσύνη)
Lexicon Thucydideum
(πολυπραγμοσύνη)
Middle Liddell
(πολυπραγμοσύνη)
Morphological Data
πολυπραγμοσύνη
NOUN