πολυανδρέω

to be full of men, to be populous

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πολυανδρέω)
LSJ (πολυανδρέω)
Short Defs (πολυανδρέω)
Lexicon Thucydideum (πολυανδρέω)

Morphological Data

πολυανδρέω VERB