πολλαπλασιόω
to multiply
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πολλαπλασιόω)
LSJ
(πολλαπλασιόω)
Short Defs
(πολλαπλασιόω)
Middle Liddell
(πολλαπλασιόω)
Morphological Data
πολλαπλασιόω
VERB