ποιητικός

capable of making, creative, productive

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ποιητικός)
LSJ (ποιητικός)
Short Defs (ποιητικός)
Middle Liddell (ποιητικός)

Morphological Data

ποιητικός ADJ
ποιητικός ADV
ποιητικός PRONOUN
ποιητικός NOUN
ποιητικός VERB
ποιητικός NUM