πλουτοδότης
giver of riches
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πλουτοδότης)
LSJ
(πλουτοδότης)
Short Defs
(πλουτοδότης)
Middle Liddell
(πλουτοδότης)
Morphological Data
πλουτοδότης
NOUN