πλεονεκτικός

disposed to take too much, greedy

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πλεονεκτικός)
LSJ (πλεονεκτικός)
Short Defs (πλεονεκτικός)
Middle Liddell (πλεονεκτικός)

Morphological Data

πλεονεκτικός ADJ
πλεονεκτικός ADV