πλεονέκτημα

an advantage, gain, privilege

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (πλεονέκτημα)
LSJ (πλεονέκτημα)
Short Defs (πλεονέκτημα)
Middle Liddell (πλεονέκτημα)

Morphological Data

πλεονέκτημα NOUN