πιτυλεύω
to ply the plashing oar
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πιτυλεύω)
LSJ
(πιτυλεύω)
Short Defs
(πιτυλεύω)
Middle Liddell
(πιτυλεύω)
Morphological Data
πιτυλεύω
VERB