περιτρέφω
cause, make to congeal around
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περιτρέφω)
LSJ
(περιτρέφω)
Short Defs
(περιτρέφω)
Cunliffe (Lex Entries)
(περιτρέφω)
Middle Liddell
(περιτρέφω)
Morphological Data
περιτρέφω
VERB