περιστρατοπεδεύω
encamp about, invest, besiege
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περιστρατοπεδεύω)
LSJ
(περιστρατοπεδεύω)
Short Defs
(περιστρατοπεδεύω)
Morphological Data
περιστρατοπεδεύω
VERB