περιστένω

to make narrow, compress
moan about

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιστένω)
LSJ (περιστένω1)
LSJ (περιστένω2)
Short Defs (περιστένω)
Short Defs (περιστένω2)
Cunliffe (Lex Entries) (περιστένω)

Morphological Data

περιστένω VERB