περισοφίζομαι

to overreach, cheat

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περισοφίζομαι)
LSJ (περισοφίζομαι)
Short Defs (περισοφίζομαι)
Middle Liddell (περισοφίζομαι)

Morphological Data

περισοφίζομαι VERB