περιπλοκή
a twining round, entanglement, intricacy
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περιπλοκή)
LSJ
(περιπλοκή)
Short Defs
(περιπλοκή)
Middle Liddell
(περιπλοκή)
Morphological Data
περιπλοκή
NOUN