περιορμίζω

to bring round

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιορμίζω)
LSJ (περιορμίζω)
Short Defs (περιορμίζω)
Lexicon Thucydideum (περιορμίζω)
Middle Liddell (περιορμίζω)

Morphological Data

περιορμίζω VERB