περιναιετάω
to dwell round about
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περιναιετάω)
LSJ
(περιναιετάω)
Short Defs
(περιναιετάω)
Cunliffe (Lex Entries)
(περιναιετάω)
Morphological Data
περιναιετάω
VERB