περιμηχανάομαι

to prepare very craftily, contrive cunningly

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περιμηχανάομαι)
LSJ (περιμηχανάομαι)
Short Defs (περιμηχανάομαι)
Cunliffe (Lex Entries) (περιμηχανάομαι)

Morphological Data

περιμηχανάομαι VERB