περιλείπομαι
to be left remaining, remain over, survive
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περιλείπομαι)
LSJ
(περιλείπομαι)
Short Defs
(περιλείπομαι)
Middle Liddell
(περιλείπομαι)
Morphological Data
περιλείπομαι
VERB
περιλείπομαι
ADJ
περιλείπομαι
NOUN
περιλείπομαι
ADV