περικόπτω
to cut all round, clip, mutilate
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περικόπτω)
LSJ
(περικόπτω)
Short Defs
(περικόπτω)
Lexicon Thucydideum
(περικόπτω)
Morphological Data
περικόπτω
VERB
περικόπτω
ADJ