περικαθάπτω
to fasten, to put on
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περικαθάπτω)
LSJ
(περικαθάπτω)
Short Defs
(περικαθάπτω)
Middle Liddell
(περικαθάπτω)
Morphological Data
περικαθάπτω
VERB