περιγίγνομαι
to be superior to; to survive
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περιγίγνομαι)
LSJ
(περιγίγνομαι)
Short Defs
(περιγίγνομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(περιγίγνομαι)
Lexicon Thucydideum
(περιγίγνομαι)
Morphological Data
περιγίγνομαι
VERB