περίσκεπτος

to be seen on all sides, far-seen, conspicuous

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περίσκεπτος)
LSJ (περίσκεπτος)
Short Defs (περίσκεπτος)
Cunliffe (Lex Entries) (περίσκεπτος)

Morphological Data

περίσκεπτος ADJ