περίπλοος

sailing round, possible to sail around
circumnavigation

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περίπλοος)
LSJ (περίπλοος)
LSJ (περίπλοος)
Short Defs (περίπλοος)
Short Defs (περίπλοος2)

Morphological Data

περίπλοος ADJ
περίπλοος NOUN