περίοδος

one who goes the rounds, patrol
a going round, a flank march

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (περίοδος)
LSJ (περίοδος)
LSJ (περίοδος)
Short Defs (περίοδος)
Short Defs (περίοδος2)
Lexicon Thucydideum (περίοδος)
Middle Liddell (περίοδος)

Morphological Data

περίοδος NOUN