περίμετρος
very large; well-fitting; (n.) circumference
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περίμετρος)
LSJ
(περίμετρος)
Short Defs
(περίμετρος)
Cunliffe (Lex Entries)
(περίμετρος)
Middle Liddell
(περίμετρος)
Morphological Data
περίμετρος
ADJ
περίμετρος
NOUN