περίβολος
going round, encircling; (subst.) circuit of walls
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(περίβολος)
LSJ
(περίβολος)
Short Defs
(περίβολος)
Lexicon Thucydideum
(περίβολος)
Middle Liddell
(περίβολος)
Morphological Data
περίβολος
ADJ
περίβολος
NOUN