περίαπτος
hung round one
Dictionaries
LSJ
(περίαπτος)
Short Defs
(περίαπτος)
Middle Liddell
(περίαπτος)
Morphological Data
περίαπτος
VERB
περίαπτος
ADJ
περίαπτος
PREP
περίαπτος
NOUN
περίαπτος
ADV