πεντηκοστεύομαι
to be charged with the tax
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(πεντηκοστεύομαι)
LSJ
(πεντηκοστεύομαι)
Short Defs
(πεντηκοστεύομαι)
Middle Liddell
(πεντηκοστεύομαι)
Morphological Data
πεντηκοστεύομαι
VERB