παρθενοπίπης
one who looks after maidens, a seducer
Dictionaries
LSJ
(παρθενοπίπης)
Short Defs
(παρθενοπίπης)
Cunliffe (Lex Entries)
(παρθενοπίπης)
Morphological Data
παρθενοπίπης
NOUN