παρθένος

a maid, maiden, virgin, girl

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παρθένος)
LSJ (Παρθένος)
LSJ (παρθένος)
Short Defs (παρθένος)
Cunliffe (Lex Entries) (παρθένος)

Morphological Data

παρθένος NOUN
παρθένος ADJ