παρεκτρέπω

to turn aside, divert

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (παρεκτρέπω)
LSJ (παρεκτρέπω)
Short Defs (παρεκτρέπω)
Middle Liddell (παρεκτρέπω)

Morphological Data

παρεκτρέπω VERB