παρεκπροφεύγω
to flee forth from, elude
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(παρεκπροφεύγω)
LSJ
(παρεκπροφεύγω)
Short Defs
(παρεκπροφεύγω)
Cunliffe (Lex Entries)
(παρεκπροφεύγω)
Morphological Data
παρεκπροφεύγω
VERB